πουλυβοώτης

πουλυβοώτης
-ου, ὁ, Α
(επικ. τ.) βλ. πολυβούτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυβούτης — ου, ὁ, και επικ. τ. πουλυβοώτης, Α πολύβους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βούτης «βουκόλος, βοηλάτης» (< βοῦς), πρβλ. α βούτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”